«Ήμουν 23 χρονών όταν πήγα για σπουδές και οι υπόλοιποι συμφοιτητές μου στη Θεσσαλονίκη ήταν 17 – 18 και γι’ αυτό δεν είχαμε επικοινωνία. Όλοι οι φίλοι που είχα τελείωναν τις σπουδές τους και έφευγαν. Δεν ήξερα κανέναν. Εκεί έζησα τον απόλυτο πανικό. Κι όταν λέω τον απόλυτο πανικό, εννοώ ότι εκεί ένιωσα και κατάλαβα τι νιώθει κάποιος που έχει κρίσεις πανικού. Γύριζα μόνη μου στη Θεσσαλονίκη σαν το φάντασμα.
Θυμάμαι ότι καθόμουν στο πεζοδρόμιο κι έκλαιγα, γιατί ένιωθα μοναξιά. Στη σχολή δεν μου μιλούσαν, είχα θέμα. Όταν ο καθηγητής μας είπε να κάνουμε ένα δοκιμαστικό για τηλεόραση κατάλαβε ότι είχα δουλέψει ξανά στην τηλεόραση και με ρώτησε και του είχα πει τι έκανα. Τότε ξεκίνησε μια κόντρα, ένας πόλεμος και δεν ξαναπάτησα στη σχολή για έναν μήνα. Ήμουν σπίτι κι έκλαιγα.
Ήμουν τόσο χάλια από τις κρίσεις πανικού που είχα. Και το λέω για τον κόσμο που ίσως αντιμετωπίζει κρίσεις πανικού: ξεπερνιούνται και δεν τις συναντάς ποτέ ξανά στη ζωή σου» αποκάλυψε, ενώ πρόσθεσε και πώς το αντιμετώπισε: «Θυμάμαι μια φορά που είχα τόσο δυνατή κρίση που μου έβαλαν μια ένεση λίγο πριν την επιστροφή στην Κύπρο και με βρήκαν οι δικοί μου σαν ζόμπι, σαν φυτό, στο αεροδρόμιο.
Πέρασα δύσκολες μέρες στην Κύπρο, μπαινοέβγαινα στην κλινική αλλά είχα τόσο πείσμα που επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη. Ξύπνησα ένα πρωί και είπα ότι δεν θα με τρελάνουν αυτοί, θα τους τρελάνω εγώ. Έμπαινα στην τάξη και χαιρετούσα μόνο τον καθηγητή. Γιατί ακόμη και όταν τους έλεγα καλημέρα γελούσαν, με κορόιδευαν, άκουγα διάφορα σχόλια. Είχα πει ή εκείνοι ή εγώ»