Τι σε έκανε να επιστρέψεις στην τηλεόραση, μετά από 3 χρόνια απουσίας;
Είχα πει ότι δεν θα έκανα ξανά τηλεόραση. Είχα αμφιβολίες για το Μέσο. Κάθε φορά που επισκεπτόμουν αγαπημένους φίλους, υπήρχε μονίμως ένας θόρυβος μέσα στο σπίτι. Άρχισα να αισθάνομαι ότι η τηλεόραση «κλέβει» ενέργεια και αγάπη, προκαλώντας κατάθλιψη. Τώρα, αρχίζω να την πιστεύω ξανά. Είναι όπως ένα μαχαίρι, που στα χέρια ενός δολοφόνου αφαιρεί ζωές και στα χέρια ενός χειρουργού δίνει ζωές.
Δεν παύει, όμως, να είναι και βιοποριστικό μέσο για έναν ηθοποιό.
Σαφώς και με απασχολεί το πώς θα επιβιώσω, αλλά έναν καλλιτέχνη τον ενδιαφέρει η αφύπνιση, τόσο η δικιά του, όσο και του κόσμου. Με τα «Σημεία και Τέρατα», του Mega, ο καλλιτέχνης μέσα μου είναι χαρούμενος. Ήρθε και με βρήκε ο κινηματογράφος, μεταμφιεσμένος σε τηλεόραση. Με τη σκηνοθέτιδα, Μαρία Λάφη, είχαμε κάνει μια ταινία μικρού μήκους, πριν δέκα χρόνια, στην Αθήνα. Με τον σκηνοθέτη του δεύτερου συνεργείου, Σίμο Κορεξενίδη, είχαμε δουλέψει στην πρώτη μου τηλεοπτική σειρά, ενώ η σεναριογράφος, Χριστίνα Γεωργίου, είχε επιμεληθεί τη μουσική των ταινιών «Fish n’ Chips» και «Conveyor Belt». Η Μαρία Τζομπανάκη είναι η «Λάουρα» των παιδικών μου χρόνων, από τις πρώτες τηλεοπτικές σειρές που μεταδόθηκαν στην Κύπρο. Επιπλέον, μου άρεσε η ιδέα μιας κωμωδίας με φαντάσματα. Αμέσως, σκέφτηκα τον Σαίξπηρ.
Τον κινηματογράφο, εσύ τον κυνήγησες τόσο;
Προέκυψε μέσα από ωραίες συγκυρίες. Η ερωτική μου χημεία με τον κινηματογράφο, λειτουργεί. Μετά το βραβείο μου στο «Kalabush», με έμαθαν περισσότερο σε Ελλάδα και Κύπρο. Εκείνη η ταινία, άνοιξε μια πόρτα μέσα μου. Η τελευταία μου δουλειά, με την ονομασία «Bourek», σε σκηνοθεσία Vladan Nikolic, προβλήθηκε την περασμένη βδομάδα στην Αθήνα και σύντομα θα ταξιδεύσει στη Νέα Υόρκη. Υποδύομαι έναν Τούρκο. Αγάπησα πολύ αυτόν τον χαρακτήρα και μαζί του την Τουρκία, παρόλο που μεγάλωσα με το να φοβάμαι και να μισώ τους Τούρκους. Στα 40 μου, έμαθα ότι κι εμείς, θάψαμε ολόκληρα χωριά.
Ψάχνοντας για σένα, εισέπραξα ότι είσαι πολύ αγαπητός στους συναδέλφους σου. Το εκλαμβάνεις κι εσύ αυτό;
Χαίρομαι πάρα πολύ με αυτό που λες. Από τα 22 μου, ξεκίνησαν να φεύγουν από τη ζωή μου αγαπημένα μου πρόσωπα. Πρώτα, ήταν ο «παπάκης» μου και πιο πρόσφατα, η λατρεμένη μου μητέρα. Οπότε, δεν θα μπορούσα να μην «μπω» μέσα στην αγάπη. Διαφορετικά, θα «έμπαινα» μέσα στο θυμό και στον ανταγωνισμό. Έρχονται και αυτά πού και πού, αλλά ευτυχώς για πολύ λίγο. Αγαπώ τους ανθρώπους. Είναι δυνατόν, να βλέπω εκείνο το μωρό με το μπλε παντελονάκι, να το χτυπά το κύμα -τον τρίχρονο Αϊλάν, από τη Συρία, που ξεψύχησε στα νερά του Αιγαίου- και να είμαι κακός με τους συνανθρώπους μου;
Τη μητέρα σου, πότε την «έχασες»;
Τη μητέρα μου την έχασα σωματικά τον περασμένο Νοέμβριο, αλλά προσπαθώ να τη βρω πνευματικά. Με το θάνατό της, αποκόπηκε εντελώς ο ομφάλιος λώρος.
Ήσασταν δεμένοι;
Η Πηνελόπη ήταν η μούσα μου! Εκείνη ήταν που μου άνοιξε ένα παράθυρο στον κόσμο του παραμυθιού και της τέχνης. Ερχόταν, εθελοντικά, στο νηπιαγωγείο μου και μας διάβαζε παραμύθια. Από τον τρόπο που τα διάβαζε και τραγουδούσε κομμάτια της Σοφίας Βέμπο, καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη ηθοποιός. Ήταν η drama queen του σπιτιού μας. Προς το τέλος της ζωής της, άρχισε να ζωγραφίζει και μάλιστα της είχα διοργανώσει την έκθεση «Mama is present». Τώρα, άρχισα να γράφω το έργο «Mama is present 2», στο οποίο η μητέρα μου θα «περιγράφει» το ταξίδι της ζωής της.
Ο πατέρας σου, τι τύπος ήταν;
Υπέροχος! Όποτε τον θυμάμαι, στο μυαλό μου έρχεται ο Καζαντζίδης και η Μπέλλου. Ο Γιαννάκης μου, αγαπούσε την ελευθερία. Ποτέ δεν με ρώτησε γιατί δεν έπαιζα ποδόσφαιρο και προτιμούσα να κάνω παρέα με κοριτσάκια ή γιατί ήθελα να γίνω ηθοποιός. Με νοιαζόταν.
Έχεις κι άλλα αδέλφια;
Μια εξίσου υπέροχη αδελφή, τρία χρόνια μεγαλύτερη. Η Σύλβια έχει δυο κόρες, την Ιωάννα και τη Στέφανη. Δυο άλλες, μεγάλες μου αγάπες.
Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, είχες όμορφα παιδικά χρόνια.
Πολύ. Είχαμε κάποιες συνήθειες, που σήμερα φαντάζουν ακραία ρομαντικές. Πηγαίναμε οικογενειακώς και μαζεύαμε ανεμώνες και κυκλάμινα. Όλοι μαζί είχαμε οργανώσει την πρώτη μου παράσταση στη γειτονιά, με εισιτήριο πέντε σεντς. Είχαμε επαφή μεταξύ μας. Δεν ήμασταν κολλημένοι μπροστά από μια οθόνη.
Ήσουν καλός μαθητής;
Όχι και χαίρομαι γι’ αυτό. Το μόνο που λυπάμαι, είναι που δεν σηκώθηκα να τους πω ότι δεν γούσταρα να μπω στο κουτί που ήθελαν να με βάλουν. Από τότε, μου έλειπε το ότι δεν μεγαλώναμε ανθρώπους με κριτική σκέψη. Όταν έκανα απορίες, οι καθηγητές ήταν του στιλ: πίστευε και μη ερεύνα. Αλλά εγώ, δεν ήμουν καλός σε αυτό. Μακάρι, να ήξερα τότε, ότι ήμουν στο σωστό δρόμο.
Επαναστάτης με αιτία, λοιπόν...
Επειδή πάντα έτρεφα αγάπη προς τους ανθρώπους, η επανάστασή μου ήταν μέσα από την τέχνη μου, ακόμη και μ’ ένα χρωματιστό ρούχο που φόραγα. Ποτέ δεν μου άρεσε ο καθωσπρεπισμός, οι κυρίες με τα τάπερ ή αυτές που προσποιούνταν ότι αγαπούσαν τον Ιησού Χριστό, αλλά φορούσαν Coco Chanel ταγεράκια. Κοιτάζοντας γύρω μου, έχω την αίσθηση ότι είμαστε υπό την επήρεια υπνωτικού. Από φόβο, δεν ζητάμε εξηγήσεις για όλα αυτά που συμβαίνουν. Τι έχουν μέσα τα φαγητά μας; Λένε ότι ψεκάζουν τον ουρανό. Τον ψεκάζουν όντως; Πώς και δεν έχουμε βγει ακόμη στους δρόμους; Κι αυτό δεν αφορά μόνο τη χώρα μας. Όλοι τρέχουμε να επιβιώσουμε. Αλλά, πώς γίνεται να πέφτουμε για ύπνο, όταν προηγουμένως έχουμε δει στα δελτία ειδήσεων όλα εκείνα τα νεκρά παιδιά στη Συρία; Ειλικρινά, αναρωτιέμαι τι γίνεται.
Αυτά δεν πραγματευόταν και η παράσταση «Fear Industry», την οποία ανεβάσετε πρόσφατα;
Αυτό το θεατρικό, σε σκηνοθεσία Achim Wieland, καταπιανόταν με τον φόβο και την εξουσία. Και αφού «μίλησε» με το κυπριακό κοινό, θα περιοδεύσουμε σε Στουτγκάρδη, Αθήνα, Βρέμη, Βερολίνο και Στοκχόλμη, μαζί με την Έλενα Καλλινίκου και τη μέτζο σοπράνο, Μαριάννα Πιερέττη. Μέσα από την τέχνη, αναζητώ εκείνο το μωρό στην Πάφο, που έψαχνε να βρει το δίκαιο του. Που έβλεπε εκείνο το κορίτσι να το αποκαλούν χοντρό και έτρεχε να το κάνει παρέα.
Δηλαδή, έμπαινες στη μέση να υπερασπιστείς άλλα παιδιά;
Κι εμένα με κορόιδευαν. Εγώ ήμουν ο θηλυπρεπής γιατί χόρευα και έκανα παρέα με κορίτσια. Τους ευγνωμονώ που υπήρξα περιθωριοποιημένος, ηθελημένα βέβαια. Παρόλο που ήταν πολύ δύσκολο, οι κοροϊδίες ήταν τα λιθαράκια για να μπει η τέχνη. Ο τρόπος μου για να επιβιώσω, ήταν να διαβάζω Καββαδία στα διαλείμματα. Ακόμη και σήμερα, αν υπάρχει ένα σύστημα που θεωρείται κανονικό, εγώ δεν ανήκω σε αυτό.
Εξακολουθείς να πιστεύεις πως θα ήταν ευκολότερη η ζωή σου, αν είχες ένα πιο λάιτ πρόσωπο;
Αυτά τα έλεγα παλιά. Τώρα, αισθάνομαι όμορφος. Είμαι ερωτευμένος με τον εαυτό μου. Κατάλαβα πως η ψυχή μου, ταιριάζει με το πρόσωπο μου. Ακόμη και στην ομορφιά, μας επέβαλλαν στερεότυπα. Για μένα, ένας ηθοποιός πρέπει να «σκοτώσει» το εγώ του, για να γεννηθεί κάποιος άλλος. Να μπορεί, δηλαδή, να μεταμορφωθεί. Εγώ έκανα πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους -όπως τώρα στις ταινίες «Rosemarie» του Άδωνη Φλωρίδη και «Sunrise in Kimmeria» του Σάιμον Φαρμακά- γιατί κι εγώ, είμαι άνθρωπος.
Είσαι ευχαριστημένος απ’ όσα έκανες μέχρι σήμερα;
Πάρα πολύ, παρόλο που δεν μου ήρθαν εύκολα τα πράγματα. Δεν εφησυχάζω, όμως, στιγμή. Υπάρχουν τόσα πολλά που θέλω να κάνω. Από τη μια, νιώθω υπέροχα και από την άλλη, είμαι εκτεθειμένος. Αν αύριο, ήμουν 60 χρονών, δεν θα έπαιρνα καλή σύνταξη. Παρόλο που έκανα 28 ταινίες και πήρα δυο βραβεία, ακόμη φοβάμαι ότι μπορώ να πεθάνω στην ψάθα. Σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, θα μπορούσα να ζήσω καλά με αυτά που έχω κάνει. Ενώ εδώ, εξακολουθώ να σκέφτομαι πώς θα βγει το ενοίκιο.
Και από τη ζωή σου, είσαι εξίσου ευχαριστημένος;
Δόξα τω θεώ. Εισέπραξα τόση αγάπη από το σπίτι μου. Από τους γονείς μου, την αδελφή μου, τη θεία Ισμήνη, τις ξαδέλφες μου Κατερίνα και Νέλλη. Υπέροχες γυναίκες, που στάθηκαν δίπλα μου σαν βράχοι. Πια, δεν ντρέπομαι για το γεγονός ότι αγαπώ έναν άνδρα. Με τον Achim, είμαστε 12 χρόνια ζευγάρι και συνεργαζόμαστε μαζί στο θέατρο. Ο έρωτας και η τέχνη, πάνε παρέα.
Βρέθηκες στο περιθώριο λόγω της σεξουαλικότητας σου;
Δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο. Και να υπάρχει κάτι, είμαι τυφλός πια σε αυτά. Για μένα, ο θεός, δεν διακρίνει τους ανθρώπους σε γκέι-στρέιτ, δεξιούς-αριστερούς, χριστιανούς-μουσουλμάνους. Όπως δεν αποφάσισα ξαφνικά ότι είμαι ένας άντρας που γουστάρει άντρες, έτσι δεν αποφάσισα από τη μια μέρα στην άλλη πως αγαπώ το θέατρο. Γεννήθηκα, κουβαλώντας και τα δυο.
Φωτογραφίες: Δημήτρης Βαττής
Περιοδικό: Down Town, Τεύχος 464