Ο Έλληνας Γιαπωνέζος σεφ, με την προσωπικότητά του, εκπέμπει αυθεντικότητα, έχοντας τη δίκη του ταυτότητα. Είναι ένας απαιτητικός, αυστηρός, αλλά συνάμα ειλικρινής και ζεστός άνθρωπος.
Ο σεφ Σωτήρης Κοντιζάς έδωσε συνέντευξη στο
"Bovary", αποκαλύπτοντας πολλά για την προσωπική του ζωή, την οικογένειά του, τη ζωή ανάμεσα σε Ελλάδα και Ιαπωνία, αλλά και για το πώς άρχισε για τον ίδιο το μαγικό ταξίδι στις κουζίνες.
Τι ήθελε να γίνει όταν ήτανε μικρότερος, και ποια ήταν η στιγμή που καθόρισε όλη την καριέρα του;
Διαβάστε πιο κάτω απόστασμα από την συνέντευξη.
«Γεννήθηκα στην Ελλάδα και φύγαμε αμέσως για την Ιαπωνία. Eμεινα δύο χρόνια εκεί όταν ήμουν πολύ μικρός και όλα τα υπόλοιπα πηγαινοερχόμασταν συχνά. Στην αρχή μέναμε εκεί όλο το καλοκαίρι. Οσο μεγαλώναμε μειωνόταν το χρονικό διάστημα. Τελευταία φορά πήγα το 2010. Είναι δύσκολο να βρω πια έναν μήνα ελεύθερο για να πάω λόγω δουλειάς.
Είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι αυτοί στους οποίους μεγάλωσα, που
ενώνονται ή συγκρούονται, δύο κουλτούρες, δύο πολιτισμοί. Εχω πάρει πολλά στοιχεία και από τη μητέρα μου και από τον πατέρα μου».
Η κόρη μου, όταν γεννήθηκε, μου έμοιαζε περισσότερο. Τώρα είναι δύο ετών και, λένε, ότι είναι μοιρασμένη στα χαρακτηριστικά πενήντα-πενήντα. Τη φωνάζουμε Τάτα, που είναι η μπέμπα στα ιταλικά.
Το όνομά της είναι Αριάννα-Τσιχίρο.
Στην ηλικία που πήγαινα δημοτικό, το παρατσούκλι μου ήταν πολύ εύκολο.
Με φώναζαν Φουτζίτσου... Είναι σκληρή ηλικία το δημοτικό και το διαφορετικό τα παιδιά το επισημαίνουν. Ο ρατσισμός είναι ρατσισμός. Αλλος έχει μεγάλα αυτιά, άλλος μεγάλη μύτη, είναι ψηλός, κοντός, χοντρός. Μπορεί να σε στιγματίσει, να σε πληγώσει, να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Το έζησα και έμαθα να το αντιμετωπίζω.
Οσο μεγαλώνεις το διαφορετικό γίνεται και προτέρημα. Μέχρι που φτάνεις στο Πανεπιστήμιο και δεν υπάρχει πια κανένα πρόβλημα.

Αυτοί οι δύο πολιτισμοί με βοήθησαν να αποκτήσω έναν χαρακτήρα και με αυτόν τον χαρακτήρα να πορευτώ. Δεν ξέρω αν με βοήθησαν να γίνω μάγειρας ή να βρω τον δρόμο μου στη κουζίνα.
Σίγουρα μου έδωσαν μια ταυτότητα.
Κι αυτό φαίνεται ακόμα και
στο μενού του Nolan. Εχει κάτι το αυθεντικό. Η γιαπωνέζικη κουζίνα δεν είναι μόνο το σούσι. Δεν ήθελα ποτέ να χρησιμοποιώ τον όρο fusion γιατί είναι ένας όρος που έχει χρησιμοποιηθεί λάθος, όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά και αλλού.
Στο Nolan η κουζίνα μας είναι όμως fusion, πραγματικό. Οπως ήταν και είναι fusion αλλά και πρωτοπόρος, φυσικά, ο Matsuhisa για το Nobu».

Ηθελα να γίνω δοκιμαστής φαγητού. Μου άρεσε πολύ να τρώω, μου άρεσε πολύ το φαγητό.
Οταν το συνειδητοποίησε ο πατέρας μου με έστρεψε στο καράτε.
Η μητέρα μου είναι τρομερή μαγείρισσα.
Μου έχει μάθει πολλά πράγματα χωρίς να μου πει σχεδόν τίποτα. Το φαγητό της θέλω να το τρώω και να το ξανατρώω. Κι αυτό με έχει επηρεάσει και στο μενού του Nolan. Πρέπει να φεύγεις από ένα εστιατόριο και να μην πεινάς, να μην έχεις σκάσει....
Τι τρώγαμε στο σπίτι; Μετά από κάποια χρόνια που η μητέρα μου ζούσε πια στην Ελλάδα,
το μεσημέρι θα έκανε παστίτσιο και το βράδυ θα τρώγαμε γιακισόμπα ή ράμεν ή κάτι άλλο. Την επομένη κολοκυθοκεφτέδες, τζατζίκι. Και ο πατέρας μου αγκάλιασε την ιαπωνική κουλτούρα, αγάπησε την κουζίνα της και θέλει να πηγαίνει συχνά.
Το πόσο καλός τελικά είσαι σ΄αυτό που διάλεξες να κάνεις είναι και ταλέντο και τύχη και άστρο,
αλλά ένα μεγαλύτερο και ένα σημαντικότερο ποσοστό έχει να κάνει με τη συνέπεια. Και την πραγματική δουλειά που κρύβεται από πίσω. Η στιγμή που με καθόρισε ήταν
όταν ο Χριστόφορος Πέσκιας μου εμπιστεύθηκε να αναλάβω την κουζίνα του P-Box, το 2010.
Η μαγειρική γενικώς θεωρώ ότι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως δουλειά, όχι με την αρνητική έννοια. Από την αρχή πρέπει να την παίρνουν σοβαρά και τα παιδιά που μπαίνουν στις σχολές. Ολοι θέλουν να φτάσουν σε ένα αποτέλεσμα, χωρίς να σκέφτονται την πορεία που απαιτείται.
«Για μένα η μαγειρική
είναι πάθος, αγάπη, ο λόγος που άφησα το επάγγελμά μου -που τότε έδειχνε πιο σίγουρο. Ξέρω ότι κάθε δουλειά καταλήγει να γίνεται ρουτίνα, αλλά
για μένα η μαγειρική είναι η ρουτίνα μέσα στην οποία θέλω να βρίσκομαι.
Στο παιχνίδι δεν έχουμε αναλάβει προκαθορισμένους από το κανάλι ρόλους -
ποιος θα είναι ο καλός, ο κακός ή ο παλιός. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν μας διάλεξαν κιόλας για το τι πραγματικά είναι ο καθένας μας. Απ΄ό,τι καταλαβαίνω και απ΄ό,τι ακούω,
το πρόσωπό μου είναι πιο σκληρό. Πολλές φορές μου λένε να χαλαρώσω, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να μπω στη διαδικασία ότι κάνουμε τηλεόραση. Με το που μπαίνω σε μια κουζίνα, είτε είναι τηλεοπτικό πλατώ είτε όχι, με πιάνει το μαγειρικό ώστε να είναι όλα τέλεια, καθαρά, να είσαι προσεγμένος, πειθαρχημένος. Δεν μπορώ να το αποβάλω.
Το Master Chef είναι και κουζίνα και show.
Ο Ακης Πετρετζίκης είναι το ζωντανό παράδειγμα. Είναι γεννημένος για να κάνει αυτό που κάνει».
Στο σπίτι η Δέσποινα, η γυναίκα μου, που είναι μισή ιταλίδα και μισή ελληνίδα, μιλάει με τη μικρή ιταλικά. Εγώ της μιλάω ελληνικά, η μία γιαγιά ιταλικά και η άλλη γιαπωνέζικα. Εγώ μιλάω γιαπωνέζικα, αλλά για μια τρέχουσα, καθημερινή κουβέντα. Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσεις εφημερίδα.
Με ξεκουράζει η μουσική, μ΄αρέσει να παίζω πιάνο. Την τελευταία διετία στον ελεύθερο χρόνο μου μου αρέσει να παίζω με την κόρη μου. Διαβάζω, κυρίως βιβλία μαγειρικής.
Θα ήθελα να διαβάσω ιστορία, γιατί θεωρώ ότι πάσχω σ΄αυτόν τον τομέα. Ομολογώ ότι τα τελευταία δύο χρόνια μου λείπουν όλα, ακόμα και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Θέλω να παίξω τα ηλεκτρονικά που έπαιζα στο λύκειο.
Οπως και το να παίξω μπάσκετ και ποδόσφαιρο με φίλους».